υπερασφάλιση

υπερασφάλιση
η, Ν [ασφάλιση]
1. (ιδιωτ. δίκ.) ασφάλιση κατά την οποία το ασφαλιστικό ποσό είναι μικρότερο από την ασφαλιστική αξία
2. ναυτ. ασφάλιση πλοίου ή εμπορεύματος για ποσό ανώτερο από την πραγματική αξία τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”